- νουθετητικός
- νουθετ-ητικός, ή, όν,A monitory, didactic,
λόγοι Pl.Lg.740e
, Phld.Po.5Fr.1 ;τὸ ν. εἶδος τῆς παιδείας Pl.Sph.230a
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόγοι Pl.Lg.740e
, Phld.Po.5Fr.1 ;τὸ ν. εἶδος τῆς παιδείας Pl.Sph.230a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νουθετητικός — νουθετητικός, ή, όν (Α) [νουθετητής] παραινετικός, συμβουλευτικός («διὰ λόγον νουθετητικόν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
νουθετητικός — monitory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετητικά — νουθετητικός monitory neut nom/voc/acc pl νουθετητικά̱ , νουθετητικός monitory fem nom/voc/acc dual νουθετητικά̱ , νουθετητικός monitory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετικά — νουθετητικός monitory neut nom/voc/acc pl νουθετικά̱ , νουθετητικός monitory fem nom/voc/acc dual νουθετικά̱ , νουθετητικός monitory fem nom/voc sg (doric aeolic) νουθετικός neut nom/voc/acc pl νουθετικά̱ , νουθετικός fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετητικῶν — νουθετητικός monitory fem gen pl νουθετητικός monitory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετητικόν — νουθετητικός monitory masc acc sg νουθετητικός monitory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετικῶν — νουθετητικός monitory fem gen pl νουθετητικός monitory masc/neut gen pl νουθετικός fem gen pl νουθετικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετικόν — νουθετητικός monitory masc acc sg νουθετητικός monitory neut nom/voc/acc sg νουθετικός masc acc sg νουθετικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετικώτατα — νουθετητικός monitory adverbial superl νουθετητικός monitory neut nom/voc/acc superl pl νουθετικός adverbial superl νουθετικός neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετητικαῖς — νουθετητικός monitory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νουθετητική — νουθετητικός monitory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)